- μαρύομαι
- μαρύομαι (Α)(δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρύομαι — μᾱρύ̱ομαι , μηρύομαι draw up pres ind mp 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύομαι — και δωρ. τ. μαρύομαι (Α) 1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρω («ιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.) 2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής 3. υφαίνω 4. εξάγω φλέγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος] … Dictionary of Greek